- Κακοΐλιος
- Κακοΐλιος, ἡ (Α)το δυστυχισμένο, το άτυχο, το κακοπαθημένο Ίλιον («ᾤχετ' ἐποψόμενος Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν», Ομ. Οδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κακοίλιος — Κακοΐλιος , Κακοίλιος unhappy Ilios fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άιρος — ἄιρος, ο (Α) (στον Όμηρο και μόνο στη φρ.) Ἶρος ἄιρος ο δυστυχισμένος, ο άμοιρος Ίρος. Με τη λ. ἄιρος γίνεται λογοπαίγνιο στο κύρ. όνομα «Ἶρος» (πρβλ. και δῶρα ἄδωρα, Δύσπαρις, Κακοΐλιος) … Dictionary of Greek
Κακοίλιον — Κακοΐλιον , Κακοίλιος unhappy Ilios fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)